ἔρχαται

ἔρχαται
ἔρχᾰται, [full] ἔρχᾰτο, [dialect] Ion. [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Pass. of ἔργω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἔρχαται — ἔργνυμι perf ind mp 3rd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερχατάομαι — ἐρχατάομαι (Α) φυλάγομαι ή κλείνομαι κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού επικ. παρακμ. και υπερσ. έρχαται, έρχατο τού είργω*. Απαντά στο γ’ πληθ. ερχατόωντο (Οδ. ξ, 15)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”